ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Δʹ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΠΕΜΠΤΗ 8 ΙΟΥΛΙΟΥ 2010
ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ:
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: ΕΞΙ(6)
ΚΕΙΜΕΝΟ
Γεώργιος Βιζυηνός, Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου
(απόσπασμα)
Σάν ἐγεννήθηκες ἐσύ ἐκατάκατσεν ἡ καρδιά μου, μά δέν ἡμέρεψε. Ὁ πατέρας σου σέ ἤθελε κορίτσι. Καί μιάν ἡμέρα μέ τό εἶπε.
—Κι αὐτό καλῶς μᾶς ὥρισε, Δεσποινιώ, μά γώ τό ἤθελα κορίτσι.
Ὅταν ἐπῆγεν ἡ γιαγιά σου στόν Ἁγιοντάφο, ἔστειλα δώδεκα πουκάμισα και τρία Κωνσταντινάτα1, γιά νά μέ βγάλῃ ἕνα σχωροχάρτι. Καί, διές ἐσύ! Ἴσα ἴσα ἐκεῖνο τό μῆνα, πού ἐγύρισεν ἡ γιαγιά σου ἀπό τή Γερουσαλή2 μέ τό σχωροχάρτι, ἐκεῖνο τό μῆνα ἐκακοψυχοῦσα τήν Ἀννιώ.
Κάθε λίγο καί λιγάκι ἐφώναζα τή μανίτσα.—Ἔλα δά, κυρά, νά διοῦμε. κορίτσι εἶναι; —Ναί, θυγατέρα, ἔλεγεν ἡ μαμή. Κορίτσι. Δέ βλέπεις; Δέ σέ χωροῦν τά ροῦχά σου! —Καί νά πιά χαρά ἐγώ, σάν τό ἄκουγα!
Σάν ἐγεννήθηκε τό παιδί καί βγῆκεν ἀληθινά κορίτσι, τότε πιά ἦρθεν ἡ καρδιά στόν τόπο της. Τό ὠνομάσαμεν Ἀννιώ, τό ἴδιο το ὄνομα πού εἶχε τό σχωρεμένο, γιά νά μήν ποφαίνεται3 πώς μᾶς λείπει κανείς ἀπό τό σπίτι. —Εὐχαριστῶ σε, Θεέ μου! ἔλεγα νύχτα καί μέρα. Εὐχαριστῶ σε ἡ ἁμαρτωλή, πού ἐσήκωσες τήν ἐντροπή καί ἐξάλειψες τήν ἁμαρτία μου!
Καί εἴχαμε πιά τήν Ἀννιώ σάν τά μάτια μας. Καί ἐζούλευες ἐσύ, καί ἔγινες τοῦ θανατᾶ ἀπό τή ζούλια σου.
ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
Ὁ πατέρας σου σέ ἔλεγε «το ἀδικημένο του», γιατί σ’ ἀπόκοψα4 πολύ νωρίς, καί μ’ ἐμάλωνε καμμιά φορά, γιατί σέ παραμελοῦσα. Κ’ ἐμένα ἡ καρδιά μου ἐρράγιζε, σάν σ’ ἔβλεπα νά χαλνᾷς. Μά, ἔλα πού δέν ἐμποροῦσα ν’ αφήσω τήν Ἀννιώ ἀπό τά χέρια μου! Ἐφοβούμην πώς κάθε στιγμή μπορεῖ νά τῆς συμβῇ τίποτε. Καί ὁ πατέρας σου ὁ μακαρίτης, ὅσο καί ἄν μάλωνε κ’ ἐκεῖνος, τήν ἤθελε πιά νά μή στάξῃ καί τήν βρέξῃ!
Μά ἐκεῖνο τό εὐλογημένο, ὅσο περισσότερα χάδια, τόσο ὀλιγώτερην ὑγεία. Ἔλεγες πώς ἐμετάνοιωσεν ὁ Θεός γιατί μᾶς τό ἔδωκε. Ἐσεῖς ἤσασθε κόκκινα κόκκινα, καί ζωηρά καί σερπετά5. Ἐκεῖνο, ἥσυχο καί σιγανό καί ἀρρωστιάρικο! Ὅταν τό ἔβλεπα ἔτσι χλωμό χλωμό, μοῦ ἤρχετο εἰς τόν νοῦ μου τό πεθαμένο, καί ἡ ἰδέα πώς εγώ τό ἐθανάτωσα ἄρχισε νά ξανακυριεύῃ μέσα μου. Ὥς πού μιάν ἡμέρα ἀπέθανε καί τό δεύτερο!
Ὅποιος δέν τό ἐδοκίμασε μοναχός του, παιδί μου, δέν ξεύρει τί πικρό ποτῆρι ἦταν ἐκεῖνο. Ἐλπίδα νά κάνω ἄλλο κορίτσι δέν ἦταν πλέον. Ὁ πατέρας σου εἶχ’ ἀποθάνει. Ἄν δέν εὑρίσκετο ἕνας γονιός νά μέ χαρίσῃ τό κορίτσι του, ἤθελα πάρω τά βουνά νά φύγω.
Ἀλήθεια πού δέν ἐβγῆκε καλόγνωμο. Μά ὅσο τό εἶχα καί τό κήδευα6 καί τό κανάκευα, θαρροῦσα πώς τό εἶχα δικό μου, καί ξεχνοῦσα κεῖνο πὤχασα, κ’ ἡμέρωνα τή συνείδησί μου.
Καθώς τό λέγ’ ὁ λόγος, ξένο παιδί ’ναι παίδεψι. Μά γιά μένα ἡ παίδεψι αὐτή εἶναι παρηγοριά κ’ ἐλαφροσύνη. Γιατί ὅσο περισσότερο τυραννηθῶ καί χολοσκάσω, τόσο λιγώ-τερο θά μέ παιδέψῃ ὁ Θεός γιά τό παιδί πού πλάκωσα.
Γι’ αὐτό—νἄχῃς τήν εὐχή μου—μή μέ γυρεύεις νά διώξω τώρα τήν Κατερινιώ γιά νά πάρω ἕνα παιδί καλόγνωμο καί προκομμένο.
—Ὄχι, ὄχι, μητέρα! ἀνέκραξα διακόψας αὐτήν ἀκρα-τήτως. Δέν γυρεύω τίποτε. Ὕστερα ἀπ’ ὅσα μ’ ἀφηγήθης, σέ ζητῶ συγχώρησι διά τήν ἀσπλαγχνίαν μου. Σέ ὑπόσχομαι ν’ ἀγαπῶ τό Κατερινιώ σάν τήν ἀδελφή μου, καί νά μή τῆς εἴπω τίποτε πλέον, τίποτε δυσάρεστο.
ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 3ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
—Ἔτσι νἄχης τήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας! εἶπεν ἡ μήτηρ μου ἀναπνεύσασα. Γιατί, βλέπεις, τό πόνεσε ἡ καρδιά μου τό πολλακαμμένο, καί δέν θέλω νά τό κακολογοῦνε. Ξέρω κ’ ἐγώ, μαθές; Τῆς Τύχης ἤτανε; τοῦ Θεοῦ ἤτανε; Τόσο κακή καί ἀνεπιδέξια πού εἶναι—τήν πῆρα στό λαιμό μου, ἐτελείωσε.
Ἡ ἐκμυστήρευσις αὕτη ἔκαμε βαθυτάτην ἐπ’ ἐμοῦ ἐντύπωσιν. Τώρα μοῦ ἠνοίγησαν οἱ ὀφθαλμοί, καί ἐκατάλαβα πολλάς πράξεις τῆς μητρός μου, αἱ ὁποῖαι πότε μέν ἐφαίνοντο ὡς δεισιδαιμονία, πότε δέ ὡς αὐτόχρημα7 μονομανίας ἀποτελέσματα. Τό φοβερόν ἐκεῖνο δυστύχημα ἐπηρέασε τόσον πολύ τόν βίον της ὅλον, ὅσῳ μᾶλλον ἁπλῆ καί ἐνάρετος καί θεοφοβουμένη ἦτον ἡ μήτηρ μου. Ἡ συναίσθησις τοῦ ἁμαρτήματος, ἡ ἠθική ἀνάγκη τῆς ἐξαγνίσεως καί τό ἀδύνατον τῆς ἐξαγνίσεως αὐτοῦ— τί φρικτή καί ἀμείλικτος Κόλασις! Ἐπί εἰκοσιοκτώ τώρα ἔτη βασανίζεται ἡ τάλαινα γυνή χωρίς νά δυνηθῇ νά κοιμήσῃ τόν έλεγχον τῆς συνειδήσεώς της, οὔτε ἐν ταῖς δυστυχίαις οὔτε ἐν ταῖς εὐτυχίαις της!
Ἀφ’ ἧς στιγμῆς u7956 .μαθον τήν θλιβεράν της ἱστορίαν, συνεκέντρωσα ὅλην μου τήν προσοχήν εἰς τό πῶς ν’ ἀνακουφίσω τήν καρδίαν της, προσπαθῶν νά παραστήσω εἰς αὐτήν ἀφ’ ἑνός μέν τό ἀπρομελέτητον καί ἀβούλητον τοῦ ἁμαρτήματος, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἄκραν τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίαν, τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, ἥτις δέν ἀνταποδίδει ἴσα ἀντί ἴσων, ἀλλά κρίνει κατά τούς διαλογισμούς καί τάς προθέσεις μας. Καί ὑπῆρξε καιρός καθ’ ὅν ἐπίστευον, ὅτι αἱ προσπάθειαί μου δέν ἔμειναν ἀνεπιτυχεῖς.
1. Κωνσταντινάτο. παλαιό χρυσό νόμισμα.
2. Γερουσαλή. η Ιερουσαλήμ.
3. ποφαίνομαι – αποφαίνομαι. γίνομαι αισθητός.
4. ἀποκόβω. απογαλακτίζω βρέφος, παύω να τρέφω βρέφος με το μητρικό γάλα.
5. σερπετός. κινητικός, ζωηρός.
6. κήδομαι. φροντίζω
7. αὐτόχρημα. πράγματι.
ΤΕΛΟΣ 3ΗΣ ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 4ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Ο Βιζυηνός αντλεί μέρος του αφηγηματικού υλικού του από τις παραδόσεις και τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Να εντοπίσετε και να καταγράψετε τρία στοιχεία μέσα από το κείμενο που επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη.
Μονάδες 15
Β1. α. Ποια βασική διαφορά παρουσιάζει η γλώσσα του κειμένου στα αφηγηματικά και στα διαλογικά μέρη; (μονάδες 10)
β. Να καταγράψετε δύο γλωσσικά παραδείγματα από τα αφηγηματικά και δύο από τα διαλογικά μέρη του κειμένου, τα οποία πιστοποιούν αυτή τη διαφορά. (μονάδες 10)
Μονάδες 20
Β2. α. Να χωρίσετε το απόσπασμα σε δύο βασικές ενότητες και να δώσετε έναν ενδεικτικό τίτλο για την καθεμιά. (μονάδες 10)
β. Η εξομολόγηση της μητέρας παρατίθεται από τον αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο. Ποιες αρετές προσδίδει στην αφήγηση η επιλογή αυτή; (μονάδες 10)
Μονάδες 20
Γ1. «Τό φοβερόν ἐκεῖνο δυστύχημα ἐπηρέασε τόσον πολύ τόν βίον της ὅλον, ὅσῳ μᾶλλον ἁπλῆ καί ἐνάρετος καί θεοφοβουμένη ἦτον ἡ μήτηρ μου. Ἡ συναίσθησις τοῦ ἁμαρτήματος, ἡ ἠθική ἀνάγκη τῆς ἐξαγνίσεως καί τό ἀδύνατον τῆς ἐξαγνίσεως αὐτοῦ— τί φρικτή καί ἀμείλικτος Κόλασις!»
Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο 100 - 120 λέξεων το περιεχόμενο του παραπάνω αποσπάσματος.
Μονάδες 25
ΤΕΛΟΣ 4ΗΣ ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 5ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
Δ1. Τόσο στο κείμενο του Γεωργίου Βιζυηνού όσο και στο κείμενο του Στρατή Μυριβήλη, που σας δίνεται πιο κάτω, περιγράφεται ένα πλαίσιο οικογενειακών σχέσεων, μέσα στο οποίο ιδιαίτερη σημασία έχει η συμπεριφορά της μάνας. Ποια είναι τα κυρίαρχα στοιχεία αυτής της συμπεριφοράς και ποιες οι συνέπειες για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας; Στην απάντησή σας να λάβετε υπόψη και τα δύο κείμενα.
Στρατῆ Μυριβήλη, «Ὁ Βασίλης ὁ ’Αρβανίτης» (απόσπασμα)
(Ρένου, Ἤρκου και Στάντη ’Αποστολίδη, Ἀνθολογία τῆς Νεοελληνικῆς Γραμματείας, Τὰ Νέα Ἑλληνικά, 20045, σσ. 350-352)
Κείνη τὴ χρονιὰ ἦταν ποὺ γεννήθηκε τὸ Λενάκι μας. Τὸ στερνοπαίδι ἦταν, ἕχτο στὴ σειρά. Λιανό, μὲ ἀδύνατα ποδαράκια, μαλακά, κάτι σταχτιὰ ματάκια, λυπημένα ἀπὸ τώρα. Ἡ μητέρα, ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες φοβήθηκε πὼς δὲ θὰ τὴ στεριώσῃ. Δὲν εἶχε καὶ γάλα στὸ βυζί— πρώτη φορὰ μέσα σὲ τόσες γέννες!
—Γιατί δὲν τὸ βυζαίνεις τὸ Λενάκι μας; ... ρωτοῦσε αὐστηρὰ ἡ Φανή, ποὺ ἦταν τεσσάρω χρονῶ καὶ σούφρωνε κιόλας τὰ ψιλὰ φρύδια της.
—Γιατὶ προφτάσατε καὶ μοῦ τὸ ἤπιατε ὅλο τὸ γάλα. Δὲν ἀφήσατε τίποτα γιὰ τὸ Λενάκι μας.
Κ’ ἡ Φανή, ποὺ τὴν πότιζαν μὲ τὸ ζόρι τὸ γάλα της, ἔκλαιγε γιὰ τ’ ἄδικο ποὺ τῆς ρίχναν καὶ χτύπαγε τὸ πόδι:
—Δὲν τόπια ἐγώ, μανούλα, δὲν τόπια ἐγώ!
Ὁ πατέρας, λοιπόν, ἀγόρασε μιὰ κατσίκα γιὰ τὸ Λενάκι. Ἦταν ἄσπρη καὶ κανελλιά, πρωτόγεννη. Ὄμορφη σὰ ζωγραφιά. Εἶχε καὶ κάτι βελούδινα σκουλαρίκια κάτω ἀπό τὸ σαγόνι, καὶ τὴ λέγαμε: «ἡ Ντουντού». Ἤταν ἥμερη, ἄκουγε στ’ ὄνομά της. Ἔβγαζε καὶ πολύ γάλα. Ὅμως τὸ Λενάκι μας, πάλι δὲν ἔλεγε να σαρκώσῃ.
Μαζευόμαστε γύρω στὴν κούνια του ὅλα τὰ παιδιά, τοῦ κάναμε παιχνίδια καὶ κανάκια, μὰ κεῖνο ποτὲς δὲ χάραζε τὸ χειλάκι του. Μήτε νὰ πῇς κ’ ἔκλαιγε σὰν τ’
ΤΕΛΟΣ 5ΗΣ ΑΠΟ 6 ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΡΧΗ 6ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
ἄλλα τα μωρά. Μᾶς ἔβλεπε μονάχα μὲ τὰ λυπημένα ματάκια του καὶ βύζαινε ἥσυχα τὸ δάχτυλο. Καὶ μεῖς κοιταζόμασταν καὶ φεύγαμε ἕνας-ἕνας ἀπό κοντά του.
Ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ τοῦ ’λεγε με τὴ γλυκιά της φωνὴ παραπονιάρικα νανουρίσματα. Τόλεγε «τ’ ἀποξυστάρι μου». Ἀποξυστάρι ἦταν τὸ λειψὸ ψωμάκι. Τόπλαθε στὸ τέλος ὅπως-ὅπως, μὲ τ’ ἀπομεινάρια ποὺ ξεκολνοῦσε ἀπὸ τὴν ξυλόσκαφη, σὰν τέλειωνε ἡ ζυμωσιά.
Μονάδες 20